Αετός

O αετός (Aquila) είναι πτηνό και ανήκει στην τάξη των Ιερακόμορφων. Το πιο κοινό είδος αετού είναι ο Aquila Chrysaetus, ο κοινός χρυσαετός ή σταυραετός αετός είναι ένα μεγαλόσωμο αρπακτικό, σαρκοφάγο πτηνό. Το σώμα των αρσενικών φτάνει τα 95εκ., ενώ των θηλυκών ξεπερνά το 1,5 μέτρο. Οι φτερούγες του είναι μακριές και τελειώνουν εκεί που αρχίζει η ουρά του, και έχουν άνοιγμα 2-2,5μ. Το φτέρωμά του έχει χρώμα ξανθό, με λευκές ανταύγειες. Προτιμά να φωλιάζει σε ψηλά απόκρημνα βουνά μέχρι τα 5.000μ.Το ράμφος του είναι γαμψό για να μπορεί να κατασπαράζει πιο εύκολα τη λεία του.  Έχει ισχυρή όραση τη μέρα και βλέπει το θήραμά του από ψηλά, ενώ τη νύχτα δεν το βοηθούν τα μάτια του να βλέπει και μένει στη φωλιά του. Ορμάει πάνω στα θηράματά του με μεγάλη ταχύτητα. Αν η λεία είναι μεγάλη, τότε την κομματιάζει και την μεταφέρει στην φωλιά του. Το θηλυκό γεννάει 3-4 αυγά που τα επωάζει για 5 εβδομάδες. Από τα μικρά όμως επιζεί μονάχα ο ένας νεοσσός, ο οποίος είτε σκοτώνει τους άλλους, είτε τρώει όλο το φαΐ επειδή είναι ο πιο δυνατός.


Γύπας

Οι γύπες είναι αρπακτικά πουλιά προσαρμοσμένα στην κατανάλωση νεκρών ζώων. Στην Ελλάδα υπάρχουν και τα τέσσερα είδη γυπών της Ευρώπης:
 Το Όρνιο (Gyps fulvus) προτιμάει τα εντόσθια των ψοφιμιών (γι' αυτό και ο μακρύς λαιμός). Το συναντάμε πάντα σε παρέες, στο κυνήγι ή στη φωλιά. 
Ο δυνατότερος Μαυρόγυπας (Aegypius monachus) αξιοποιεί τους σκληρότερους μυς και τένοντες. Κυκλοφορεί μόνος και είναι ο μόνος που φωλιάζει σε δέντρα αντί σε κάθετους βράχους. 
Ο Ασπροπάρης (Νeophron percnopterus) τρέφεται επιπλέον με σκουπίδια, περιττώματα, αλλά και με πολλά ερπετά, που είναι άφαντα το χειμώνα. Γι' αυτό μεταναστεύει στην Αφρική, όπου σπάζει αυγά στρουθοκαμήλου ρίχνοντας πέτρες με το ράμφος (χρήση εργαλείων).
Ο Γυπαετός (Κοκκαλάς, Gypaetus barbatus) βρίσκεται μόνο στα βουνά και είναι ο μόνος που μπορεί να τραφεί με χοντρά κόκαλα.


Γεράκι

Το Γεράκι (καθαρεύουσα: ο Ιέραξ, του ιέρακος), είναι αρπαχτικό ημερόβιο πουλί της οικογένειας των ιερακιδών. Με την γενική ονομασία Γεράκι εννοείται οποιοδήποτε από τα είδη του αρπακτικού ημερόβιου πτηνού του γένους Falco. Η λέξη προέρχεται από τη Λατινική falco, σχετική με την επίσης Λατινική falx («δρεπάνι»), εξαιτίας του σχήματος των φτερών αυτού του πτηνού. Τα ενήλικα γεράκια διαθέτουν λεπτά δρεπανοειδή φτερά, που τα βοηθούν να πετούν με υψηλή ταχύτητα και να αλλάζουν γοργά ταχύτητα. Τα νεότερα γεράκια, στα πρώτα χρόνια της πτήσης τους, έχουν μακρύτερο φτέρωμα, για να εξυπηρετούνται γενικότερες ανάγκες πτήσης ενός αρπακτικού. Με αυτόν τον εξοπλισμό μαθαίνουν τις βασικές δεξιότητες της πτήσης για να γίνουν αποτελεσματικοί και εξαίρετοι κυνηγοί στη φάση της ενηλικίωσης


Κουκουβάγιες

Η κουκουβάγια ή γλαύκα ανήκει στην τάξη των γλαυκόμορφων και απαντάται σε όλες της ηπείρους, πλήν της Ανταρτικής. Στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί 8 είδη Γλαυκόμορφων πτηνών: η Τυτώ η λευκή (Tyto alba), κοινές ονομασίες: Κλαψοπούλι, Πεπλόγλαυκα, Ανθρωποπούλι, η Αθηνά η νυκτία (Athene noctua), κοινή ονομασία: Μικρή Κουκουβάγια, οΒύας ο γνήσιος (Bubo bubo), κοινή ονομασία: Μπούφος, οΆσιος ο ώτος (Asio otus), κοινές ονομασίες: Νανόμπουφος, μικρός Μπούφος, ο Άσιος ο φλογώδης (Asio flammeus), κοινή ονομασία: Βαλτόμπουφος, η Στριγξ η αείσκωψ (Strix aluco), κοινή ονομασία: Χουχουριστής, Στριγγοπούλι, Χουχουλόγιωργας, οΏτος ο σκώψ (Otus scops), κοινή ονομασία: Γκιώνης και ο Αιγωλιός ο πένθιμος (Aegolius funereus), κοινή ονομασία: Χαροπούλι, Αιγωλιός.
Οι κουκουβάγιες είναι νυκτόβια ζώα, με κυρτά και γαμψά ράμφη και οξυμένη ακοή και όραση. Έχουν σε σχέση με το σωματικό τους βάρος δυσαναλόγως μεγάλη επιφάνεια πτερύγων. Σε συνδυασμό με το μαλακό και πυκνό πτέρωμα επιτυγχάνουν έτσι μια σχεδόν απολύτως αθόρυβη πτήση.
Φωλιάζει συνήθως κάτω από τις στέγες των σπιτιών, σε κουφάλες δέντρων, σε τρύπες βράχων κλπ. και το θηλυκό γεννάει 1-7 αυγά.


Kοράκι

Το κοράκι (Corvus corax) ανήκει στην οικογένεια των κορακιδών (Corvidae)  της τάξης των πασσερίμορφων (Passeriformes). Είναι σαρκοφάγο ξηροβατικό πτηνό,  μεγέθους όρνιθας  και φτάνει σε βάρος το ενάμισι κιλό. Έχει μαύρο πτέρωμα, με κόκκινες και γαλάζιες ανταύγειες, μαύρο κωνοειδές  ράμφος και μαύρα πόδια. 
Ο κόρακας ζει πάντα κατά ζεύγη και μένει πιστός στη σύντροφό του μέχρι θανάτου. Τη διαλέγει στο τέλος του χειμώνα και χτίζουν μαζί τη φωλιά τους σε κορυφές δένδρων, βουνών, σε απόκρημνα βράχια και σε απόκεντρους ψηλούς πύργους, χρησιμοποιώντας ξύλα, φύλλα και πηλό, ενώ στο εσωτερικό τη στρώνουν με τρίχες και λεπτά άχυρα. Το θηλυκό γεννά 3-5 αβγά που κλωσάει 20-22 μέρες ενώ το αρσενικό φροντίζει για την τροφή. Ο κόρακας γενικά ζει στα ψηλά μέρη, αλλά το χειμώνα κατεβαίνει σε μη χιονισμένες  περιοχές όπου υπάρχουν νερά, λίμνες, ποταμοί, γιατί εκεί βρίσκει πιο εύκολα τροφή. 
Γενικά  είναι παμφάγο και αδηφάγο πτηνό. Τρέφεται με σάρκες που βρίσκονται σε αποσύνθεση, με ποντικούς, φίδια, έντομα, καρπούς, αυγά μικρών πουλιών και πτώματα. 
Το κοράκι εξημερώνεται πολύ εύκολα και μαθαίνει να συζεί με τον άνθρωπο σε μεγάλο βαθμό. Κατά τον Μεσαίωνα σε πολλούς Πύργους στην Ευρώπη εκτρέφονταν και διατηρούνταν κοράκια, ενώ οι αρχαίοι Έλληνες έτρεφαν ιδιαίτερη αγάπη στο πτηνό αυτό που το είχαν αφιερώσει στο θεό Απόλλωνα. 


Χελιδόνι

Το χελιδόνι είναι αποδημητικό πτηνό. Στην Ελλάδα συναντάμε το οχθοχελίδονο,  βραχοχελίδονο, δενδροχελιδονο, σπιτοχελιδονο, το σταυλοχελίδονο και το κοινό χελιδόνι. Όλα τα είδη έχουν κοινά χαρακτηριστικά το μικρό και κομψό σώμα, το βαθιά σχισμένο στόμα, το τριγωνικό ράμφος και τα μακριά αεροδυναμικά φτερά. Τα συναντάμε σε ολόκληρη σχεδόν τη γη.

Στην Ελλάδα όλοι θεωρούν τα χελιδόνια προάγγελο της άνοιξης. Συνήθως, αναζητούν την παλιά φωλιά τους. Στη φωλιά τους δίνουν το σχήμα κυπέλλου ή σφαιρικό με μικρή οπή για την είσοδο. Τη φτιάχνουν σε προστατευμένα σημεία, όπως στους εξωτερικούς τοίχους κατοικιών, σε ρωγμές βράχων κλπ., από πηλό ανακατεμένο με σίελο, ξερά χόρτα, και φτερά. Και τα δύο μέλη του ζευγαριού εργάζονται για την κατασκευή της, η οποία μπορεί να διαρκέσει έως 18 ημέρες.

Το θηλυκό χελιδόνι γεννάει 4-6 αυγά, η επώαση των αυγών διαρκεί περίπου 12 ως 20 μέρες ανάλογα το είδος. Όλες αυτές τις μέρες, το αρσενικό χελιδόνι φροντίζει για τη διατροφή της συντρόφου του. Τις πρώτες μέρες μετά την εκκόλαψη οι γονείς τα ταΐζουν με μικρά έντομα, ενώ αργότερα τα μαθαίνουν να πετάνε και να αναζητούν την τροφή τους.

Τα χελιδόνια τρέφονται κυρίως με μικρά έντομα, αράχνες, νύμφες και κάμπιες. Συλλαμβάνουν τη λεία τους συνήθως στον αέρα, πετώντας με το ράμφος τους ανοικτό σαν απόχη. Επίσης, όταν πετούν, αρπάζουν έντομα που κάθονται πάνω σε φύλλα δέντρων. Το διαιτολόγιό τους είναι αυτό που τα κάνει ωφέλιμα.

Κατά το φθινόπωρο όμως τα έντομα αρχίζουν να σπανίζουν. Τα περισσότερα εγκαταλείπουν την Ευρώπη τον Σεπτέμβριο. Το ταξίδι της επιστροφής στην Αφρική διαρκεί έξι εβδομάδες. Ξεχειμωνιάζουν στα νότια της Σαχάρας. Είναι θεαματικό ότι ένα χελιδόνι μπορεί να διανύσει 10.000 χλμ κατά τη μετανάστευσή του. Όπως όλα τα αποδημητικά πουλιά, τα χελιδόνια μπορούν να πετούν σε μια συγκεκριμένη πορεία και να προσανατολίζονται έχοντας δύο χρήσιμα εργαλεία. Μια Ηλιακή Πυξίδα και μια Βιολογική Μαγνητική Πυξίδα. Ακόμη, χρησιμοποιούν και κάποια σημάδια, όπως βουνά, ποτάμια, λίμνες, κτίρια κ.α. για να βρουν την ακριβή θέση της φωλιάς τους. Την άνοιξη θα πάρουν το δρόμο της επιστροφής προς το βορά. Τα Χελιδόνια ταξιδεύουν την ημέρα, πετώντας αρκετά χαμηλά και καλύπτοντας περίπου 320 χλμ. καθημερινά. Τη νύχτα κουρνιάζουν σε μεγάλα σμήνη σε καλαμόφυτες περιοχές. Σπάνια έρχονται σε επαφή με το έδαφος κατά τη μετακίνησή τους.
Για να βοηθήσουμε τους πληθυσμούς των χελιδονιών, πρέπει να βεβαιωθούμε ότι οι βιότοποί τους είναι ασφαλείς. Αυτό που μπορείτε να κάνετε είναι να μην χαλάσετε τη χελιδονοφωλιά που θα βρείτε στο σπίτι η στη σιταποθήκη σας. Θα πρέπει να αποφεύγουμε να χρησιμοποιούμε φυτοφάρμακα και δυνατά χημικά στα αγροκτήματα, έτσι ώστε τα έντομα να παραμείνουν πολυάριθμα, αυτά είναι η τροφή των χελιδονιών!


Πετροχελίδονο

Το πετροχελίδονο είναι αποδημητικό πτηνό. Τα είδη που υπάρχουν στη χώρα μας είναι η σταχτάρα, η ωχροσταχτάρα, ο σκεπαρνάς και βουνοσταχτάρα. Έχει αεροδυναμικό σώμα και μυτερά δρεπανωτά φτερά και το κύριο χαρακτηριστικό του είναι η κοντή και βαθιά ψαλιδωτή ουρά. Όταν βρίσκεται στο έδαφος φαίνεται να είναι ολόμαυρο, αλλά στην πραγματικότητα είναι καφέ. Ενώ εμφανισιακά μοιάζει με χελιδόνι, τα δύο ανήκουν σε διαφορετικές οικογένειες πτηνών.
Τα Πετροχελίδονα ζουν καταφθάνουν από την κεντρική Αφρική στις αρχές Μαΐου
Ξεκινούν το ταξίδι της επιστροφής στα μέσα Ιουλίου.
Τρώνε έντομα τα οποία πιάνουν πετώντας με το ανοιχτό ράμφος τους.
Ο αρσενικός και ο θηλυκός Σκεπαρνάς  φτιάχνουν ρηχές φωλιές από φτερά, κομματάκια χόρτου και σπόρους, ενωμένα με σίελο, πάνω σε κτίρια ή βράχους. Τα ζεύγη είναι μαζί για πολλά χρόνια και χρησιμοποιούν την ίδια φωλιά κάθε χρόνο. Η αναπαραγωγική περίοδος είναι από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο, κατά τη διάρκεια της οποίας γεννούν μια φορά από 3-5 αυγά. Το αρσενικό και το θηλυκό εκκολάπτουν τα αυγά για 20 μέρες, και οι δύο γονείς ανατρέφουν τα μικρά μέχρι να είναι έτοιμα να πετάξουν όταν είναι πια 50-70 ημερών. Τα μικρά μπορούν να αναπαραχθούν όταν είναι 2-3 χρονών.
Περνά τον περισσότερο χρόνο της ζωής του στον αέρα, μεγαλύτερο από οποιοδήποτε άλλο πουλί. Μπορεί ακόμα και να κοιμάται εν πτήση. Πατάει στη έδαφος μόνο για να ζευγαρώσει και να εκκολάψει τα αυγά του. Δεν μπορούν να κουρνιάσουν γιατί τα πόδια τους είναι κοντά και προσαρμοσμένα για να σκαρφαλώνουν σε τοίχους και δέντρα.

Πως διαφέρουν από τα χελιδόνια;
Τα Πετροχελιδόνια δεν κάμπτουν τα φτερά τους όταν πετούνε, δεν κουρνιάζουν και έχουν κοντή διχαλωτή ουρά. Επίσης είναι αδύνατον να τα δει κανείς να προσγειώνονται, γιατί οι φωλιές τους είναι καλά κρυμμένες και μπαινοβγαίνουν σε αυτές πετώντας πολύ γρήγορα. Έχουν επίσης ασυνήθιστα μακρά ζωή και ικανότητα επιβίωσης – ορισμένα ζούνε μέχρι και 21 έτη.
Εχθροί τους μπορεί να είναι τα γεράκια και οι κότσυφες


Γλάροι

Οι γλάροι ανήκουν στην οικογένεια Laridae. Είναι μεσαίου ή μεγάλου μεγέθους πουλιά, γκρίζου ή άσπρου χρωματισμού, συχνά με μαύρα σημάδια στο κεφάλι ή τα φτερά. Οι περισσότεροι γλάροι, ιδιαίτερα τα είδη Larus, χτίζουν τη φωλιά τους στο έδαφος και είναι σαρκοφάγα. Ζουν σε μεγάλες και πυκνές αποικίες σε παράκτιες περιοχές και σε νησιά. Γεννούν δύο με τρία αυγά, από Μάιο μέχρι Ιούλιο, τα οποία κλωσούν και οι δύο γονείς. Οι νεοσσοί, που γεννιούνται με καστανόμαυρο πτίλωμα, αφήνουν γρήγορα τη φωλιά και ενηλικιώνονται μετά από δύο ή τέσσερα χρόνια περίπου. Δύο είδη γλάρων που απαντώνται στην Ελλάδα είναι ο κοινός ασημόγλαρος (Larus cachinnans) και ο πιο σπάνιος αγαιόγλαρος (Larus audouinii).


Φοινικόπτερο ή φλαμίνγκο

Πρόκειται για μεγάλα καλοβατικά πουλιά των ρηχών αλμυρών ή υφάλμυρων νερών. Διαθέτουν εξαιρετικά μακρύ λαιμό και μακριά λεπτά πόδια. Το ράμφος τους είναι βαρύ και κυρτό προς τα κάτω. Το ρόδινο χρώμα των φτερών τους προέρχεται κυρίως από μια χημική ουσία, την κανθαξανθίνη. Τρέφονται με μικρά υδρόβια ζώα (οστρακοειδή, έντομα, σκουλήκια) και πλαγκτόν, φιλτράροντας τα λασπόνερα χώνοντας με μοναδικό τρόπο το ράμφος του ανάποδα. Η φωλιά τους είναι ένας μικρός λοφίσκος από λάσπη.
   Αποτελεί νομάδα, που μπορεί να περιπλανιέται χρόνια μέχρι να βρει τις κατάλληλες συνθήκες για να φωλιάσει. Φωλιάζουν κατά αποικίες, αλλά όχι κάθε χρόνο. Η ευρωπαϊκή φυλή αναπαράγεται σε ποικίλους υγρότοπους της χώρας μας. Η αυστηρή προστασία στους κύριους χώρους αναπαραγωγής του στη Μεσόγειο έχει οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του πληθυσμού του και σε δημιουργία νέων αποικιών. Στην Ελλάδα είναι πλέον συνηθισμένο και απαντά κατά χιλιάδες σε ορισμένους παράκτιους υγρότοπους, κυρίως της Θράκης (Δέλτα Έβρου, Βιστωνίδα, Πόρτο Λάγος κ.α.), αλλά και αλλού. 


Κύκνοι

Yποικογένια : Κυκνίνες- Cygninae
Cygnus olor -Κύκνος
Cygnus columbianus - Νανόκυκνος
Cygnus cygnus       -Αγριόκυκνος
       
        Μεγάλα χαρακτηριστικά πουλιά με μακρύ λαιμό ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι το μήκος τού λαιμού τους, ο οποίος φέρει 23-25 σπονδύλους, αντί των 18-19 που φέρουν τα υπόλοιπα Χηνόμορφα Πετάνε σε μεγάλο ύψος όταν μεταναστεύουν σε σχήμα V με την μεγαλύτερη ταχύτητα όλων
        Είτε κολυμπούν είτε στέκονται, συχνά διπλώνουν το ένα πόδι πίσω στην πλάτη. Το αρσενικό και το θηλυκό έχουν παρόμοια εμφάνιση
Τρέφονται με υδρόβια βλάστηση έντομα, ψάρια και βατράχια βάζοντας το κεφάλι του μέσα στο νερό σε πιο βαθιά νερά όμως από τις πάπιες και άλλα υδρόβια πτηνά
Οι κύκνοι ζευγαρώνουν με έναν σύντροφο ισόβια. επωάζει κατά μέσον όρο 6 αβγά, ανοιχτόχρωμα και χωρίς κηλίδες
Ενηλικιώνονται κατά το 3ο ή 4ο έτος και ζουν πιθανόν 20 χρόνια σε φυσική κατάσταση και μέχρι 40 χρόνια σε κατάσταση αιχμαλωσίας.
        Το θηλυκό κλωσάει τα αβγά του στο Δέλτα του Έβρου, στην τεχνητή λίμνη του Άγρα στην Έδεσσα, στη λίμνη Ορεστιάδα της Καστοριάς και περιστασιακά, σε άλλους υγροβιότοπους. Είναι ήσυχα ζώα με ανεπτυγμένη καλά την ακοή και την όραση


Πάπιες-Χήνες

H γνωστή σε όλους μας ήμερη πάπια κατάγεται από την αγριόπαπια, η οποία είναι υδρόβιο και αποδημητικό πουλί. Η οικόσιτη πάπια διατήρησε τις συνήθειες και τα χαρακτηριστικά της αγριόπαπιας Είναι κοινωνικά είδη μεταναστευτικά τα οποία τα πιο πολλά ξεμοναχιάζουν στην χώρα μας Αποδημητικά κυρίως όλα την περίοδο της μετανάστευσης πετάνε σε μεγάλες ομάδες. Είναι ζώα περίπου 10-15 κg ενώ η θερμοκρασία  τους γύρω στους 40-42 C.  Τα δύο φύλα διαφέρουν καθώς  το αρσενικό έχει έντονα χρώματα
Τα πόδια τους είναι προς την ουρά και το σώμα πλατύ κάτι που τους διευκολύνει να κολυμπούν παρά να πετούν. Τα τρία εμπρόσθια δάκτυλα των ποδιών της είναι συνδεδεμένα με νηκτική μεμβράνη, οπότε τα πόδια λειτουργούν σαν κουπιά, ενώ το τέταρτο δάκτυλο είναι ελεύθερο, προς τα πίσω Στο ράμφος έχει μαλακό δέρμα , όπου βρίσκονται τα οπτικά νεύρα. Με τα τελευταία το πτηνό υποβοηθείται στο να αντιλαμβάνεται την ποιότητα και το είδος της τροφής μέσα στη λάσπη
Χαρακτηριστικό των ειδών_ οι νεοσσοί μετά την εκκόλαψη είναι ευθύς βαδιστικοί.
Ο λαιμός της είναι κοντός.  Με το ράμφος της η πάπια αλείφει αυτό το υγρό σε όλο της το σώμα, καθιστώντας αδιαπέραστο από τα νερά το φτέρωμά της. Επίσης, αυτό γίνεται για να αποφύγει την αύξηση του βάρους της και για να διευκολυνθεί στο κολύμπι.
Kοινωνικά  είδη εκτός την περίοδο αναπαραγωγής. Τυπικά υδρόβια είδη πετούν καλά ,ενώ κάποια είδη βουτούν στο νερό για να βρούνε την τροφή τους.
Τί τρώει η πάπια?
      Τρέφεται με ποικιλία τροφών, όπως χόρτα, υδρόβια φυτά, έντομα, μικρά αμφίβια[2], σκουλήκια και μικρά μαλάκια. Ορισμένα είδη πιάνουν και ψάρια.
      Αναπαραγωγή….Αρχίζει το φθινόπωρο..
      Το πτηνό γεννά ως 12 αυγά κατά μέσο όρο το χρόνο και τα επωάζει σε διάστημα απο 23 έως 26 ημέρες ανάλογα με το είδος. Τα μικρά σύντομα αρχίζουν να περπατούν και να κολυμπούν με μεγάλη ευκολία. Κάνουν φωλιές στο έδαφος -σε προεξοχές βράχων- σε πρεμνά -σε τρύπες στο έδαφος -σε δέντρα.
Ποιά είναι τα είδη που συναντάμε στον Ελληνικό χώρο?
Το κατεξοχήν απειλούμενο είδος πάπιας που θεωρείται και επισήμως απειλούμενο είναι η Νανόχηνα και η Βαλτόπαπια.Οι πάπιες διαχωρίζονται σε δύο μεγάλες ομάδες, τις αφρόπαπιες και τις βουτόπαπιες.
Η διαφορά τους έγκειται στο γεγονός ότι η αφρόπαπιες αναζητούν την τροφή τους ανακατεύοντας με το ράμφος τους το βυθό και κατά κανόνα δεν βουτούν όλο  το σώμα τους στο νερό , ενώ απογειώνονται σχεδόν  κατακόρυφα, σε αντίθεση με τις βουτόπαπιες που απογειώνονται σαν σε’’ διάδρομο απογείωσης’’ και βουτάνε ολόκληρο το σώμα τους στο νερό.
Τα είδη που συναντάμε στον Ελληνικό χώρο είναι τα εξής :
ξξξξ
·       Πρασικοκεφαλόπαπια -Anas platyrhynchos
·       Σφυρικτάρη -Anas penelope
·       Κιρκίρι-Anas crecca
·       Χουλιαρόπαπια -Anas clypeata
·       Σαρσέλα – Anas quarquedula
·       Σουβλόπαπια -Anas acuta
·       Φλυαρόπαπια-Anas strepera
·       Βαρβάρα – Tadorna tadorna

Oσον αφορά τις βουτόπαπιες κύριοι αντιπρόσωποι του είδους στον ελληνικό χώρο είναι  στις Αιθυίίνες-(Aythinae) οι :
Βαλτόπαπια- Aythia nyroca , το Κρικάρι- Aythya ferina και η Τσικνόπαπια  Aythya fuligula.

Ασπρομετωπόχηνα -Anser albifrons και Νανόχηνα-Anser erythropus

Οι χήνες τρέφονται σε ομάδες σε ανοιχτές περιοχές, λιβάδια ή σιταροχώραφα και κουρνιάζουν μέσα στο νερό.
Οι χήνες του είδους Anser anser έχουν χονδροειδέστερο και πιο στρογγυλεμένο σώμα από εκείνες του είδους Anser cygnoides. Eίναι φυτοφάγα πτηνά και ο λαιμός τους είναι μεγάλος σε μήκος ενώ το ράμφος είναι μέτριο. Τα τρία εμπρόσθια δάχτυλα των ποδιών των χηνών είναι συνδεδεμένα με νηκτική μεμβράνη. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στα πουλιά να περπατούν με άνεση πάνω στο έδαφος. Τα πόδια τους γενικά είναι χαμηλά. Η διαφορά από την πάπια είναι ότι το πίσω πόδι της χήνας μένει ελεύθερο. Παράλληλα, οι χήνες κολυμπούν με ευκολία και πετούν για πολλή ώρα, χωρίς να είναι γρήγορες . Το σωματικό βάρος των αρσενικών ατόμων είναι 2,8-4,1 kg και των θηλυκών 2,5-3,8 kg · Είναι πτηνά φυτοφάγα, η αναπαραγωγή γίνεται συνήθως σε όλη τη διάρκεια της ζωής της, γεννούν σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο 5-6 αυγά τα οποία ζυγίζουν 160 g το καθένα και τα οποία επωάζουν για 28 ημέρες.  Το θηλυκό κατασκευάζει τη φωλιά ανάμεσα σε καλάμια και αναλαμβάνει την επώαση των αυγών. Το αρσενικό επίσης επιμελείται τα μικρά
Η ηλικία της χήνας κατά τη γενετήσια ωριμότητα, είναι κ.μ.ό. οι 8 ή 9 μήνες. Η διάρκεια του αναπαραγωγικού βίου της στα πλαίσια της συστηματικής εκτροφής είναι μέχρι την ηλικία των 6-7 ετών. Στο χρονικό αυτό διάστημα η χήνα εμφανίζει συνήθως 4-6 περιόδους ωοτοκίας, η κάθε μια από τις οποίες διαρκεί 3-4 μήνες και ακολουθείται από περίοδο παύσης της ωοτοκίας. Η περίοδος αυτή παύσης διαρκεί 8-9 μήνες.
Η Ασπρομετωπόχηνα Ξεχειμωνιάζει στην λίμνη Βόλβη η οποία είναι ένας υγρότοπος που συγκεντρώνει τα τελευταία χρόνια όλο και μεγαλύτερους αριθμούς (μερικές εκατοντάδες έως και περισσότερες από χίλιες κάποιες χρονιές). Ενώ η Νανόχηνα στο Δέλτα του Έβρου, στην Κερκίνη και στην Λίμνη Μητρικού


Πελεκάνος

Αποτελεί γένος μεγαλόσωμων νηκτικών πουλιών της οικογένειας των πελεκανιδών, της τάξης των πελεκανόμορφων. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι το πολύ μεγάλο ράμφος που στο κάτω τμήμα του φέρει ευρύ και διαστελλόμενο θύλακο στον οποίο συσσωρεύει την τροφή του. Οι φτερούγες του είναι μεγάλες και ισχυρές και τα πόδια σχετικά κοντά. Η κατασκευή του σώματός του τον διευκολύνει να κολυμπά άνετα. Είναι διαδεδομένο σε πολλές χώρες και ζει κατά σμήνη στις όχθες ποταμών, λιμνών, βάλτων ή και στις ακρογιαλιές. Τρέφεται κυρίως με ψάρια αλλά και με άλλα υδρόβια ζώα. Τα κυριότερα είδη είναι ο ροδόχρωμος πελεκάνος  (Pelecanus roseus) που ζει στη νότια Ασία και στην Αφρική, ο δυτικός ή καστανός πελεκάνος (Pelecanus occindentais) σε ορισμένες περιοχές της Αμερικής, ο κοινός πελεκάνος (Pelecanus onocrotalus) που είναι διαδεδομένος κυρίως από τη νοτιοανατολική Ευρώπη ως την Ινδία και σε ορισμένες περιοχές της Αφρικής και ο αργυροπελεκάνος ή ουλότριχος πελεκάνος (Pelecanus crispus) που είναι το σπανιότερο είδος και πλέον η εξάπλωση του έχει περιοριστεί σε ολιγάριθμους υδροβιότοπους των Βαλκανίων και της Ασίας. Στη χώρα μας υπάρχουν τα 2 τελευταία είδη.

Κοινός πελεκάνος

Έχει συνολικό μήκος 1,80μ. από τα οποία πάνω από 40εκ. καταλαμβάνει το ράμφος του και άνοιγμα πτερύγων που μπορεί να ξεπεράσει τα 2,5μ. Στο τέλος της άνοιξης το θηλυκό γεννάει 3-5 αυγά σε φωλιά που φτιάχνει στο έδαφος και τα κλωσά για ένα μήνα περίπου.

Αργυροπελεκάνος

Ύψος 1,20μ. Άνοιγμα φτερών έως 3,20μ. και βάρος γύρω στα 10 κιλά. Χαρακτηρίζεται από τα σγουρά φτερά του λαιμού και της ινιακής περιοχής του κρανίου. Στην Ελλάδα, φωλιάζουν πια μόνο στην μικρή Πρέσπα, την Κερκίνη και τον Αμβρακικό. Είναι παγκόσμια απειλούμενο είδος με κύρια απειλή την καταστροφή των βιοτόπων του.


Πελαργόμορφα

Η τάξη των πελαργόμορφων αποτελείται από τα διάφορα είδη πελαργών, ερωδιών και τις θρησκειορνιθίδες. Στην Ελλάδα βρίσκουμε 2 είδη από την οικογένεια των θρησκειορνιθίδων, τη χαλκόκοτα (Plegadis falcinellus)και τη χουλιαρομύτα (Platalea leucorodia)

 

Χαλκόκοτα

Το ύψος της φτάνει τα 56 εκ. Έχει σκούρο καστανοκόκκινο φτέρωμα, όμως την αναπαραγωγική περίοδο αποκτά κυανοπορφυρές ανταύγειες. Διαθέτει μακρύ και κυρτό ράμφος. Αποτελεί προστατευόμενο είδος. Είναι μεταναστευτικό πτηνό που διαχειμάζει στη Σαχάρα και επιστρέφει στην Ευρώπη τον Απρίλη. Σχηματίζει μικρές αποικίες φωλιάζοντας σε υγροβιότοπους γλυκού νερού με πυκνή βλάστηση, συνήθως σε καλαμιώνες μαζί με ερωδιούς. Γεννά 3 με 6 αυγά που τα επωάζει κυρίως το θηλυκό για 21 περίπου ημέρες. Τρέφεται κυρίως με υδρόβια έντομα, βδέλλες, σκουλήκια, μικρά καρκινοειδή. Τη συναντάμε στη Μικρή Πρέσπα, λίμνη Κερκίνη και στον Αμβρακικό κόλπο, ενώ κατά τη μετανάστευση μπορούμε να τη δούμε ακόμα και στον Αξιό ή στη Λέσβο.



Χουλιαρομύτα

Είναι ψηλά πουλιά που φτάνουν τα 86εκ. Έχουν λευκό χρώμα ενώ τα ενήλικα έχουν κιτρινωπό φτέρωμα στη βάση του λαιμού τους. Το ράμφος είναι μακρύ, σκούρο σταχτί ενώ η άκρη του είναι πλατιά σαν κουτάλι και κιτρινωπή. Είναι ένα σπάνιο μεταναστευτικό πτηνό που έρχεται στη νότια Ευρώπη για τους θερινούς μήνες ενώ περνάει τον χειμώνα στην Αφρική. Ζει σε αποικίες και φωλιάζει σε υγροβιότοπους με πλούσιους καλαμιώνες. Τα τελευταία χρόνια ο πληθυσμός τους έχει μειωθεί σημαντικά. Τα λίγα άτομα που έρχονται στην Ελλάδα τα βρίσκουμε στους περισσότερους από τους υγροβιότοπους που έχουν απομείνει στη χώρα.


Βουτηχτάρια


Τα βουτηχτάρια είναι υδρόβια πτηνά, αδέξια στη στεριά, αλλά με εξαιρετικές ικανότητες κατάδυσης. Το σώμα τους είναι αερο/υδροδυναμικό, με πόδια τοποθετημένα πολύ πίσω, σε ρόλο προπέλας. Τα δάκτυλα τους έχουν λοβούς (όχι πλήρεις μεμβράνες όπως π.χ. οι πάπιες). Τα μικρά φτερά τους επιτρέπουν χαμηλές πτήσεις πάνω από την επιφάνεια του νερού, που συχνά μοιάζουν κοπιαστικές. Τρέφονται με ψάρια, υδρόβια έντομα, και ασπόνδυλα. Κατασκευάζουν επιπλέοντες φωλιές στην επιφάνεια των υδάτων από φυτικές πρώτες ύλες. Οι γονείς είναι ιδιαίτερα στοργικοί με τα μικρά τους, τα οποία μεταφέρουν στη ράχη τους, προφυλάσσοντας τα από αρπακτικά ψάρια και άλλους θηρευτές.
   Στη χώρα μας απαντάται το Νανοβουτηχτάρι, το Σκουφοβουτηχτάρι, το Κοκκινοβουτηχτάρι, το Χειμωνοβουτηχτάρι, και το Μαυροβουτηχτάρι, μόνιμα ή ως χειμερινοί επισκέπτες.


Κορμοράνοι


Είναι μεσαίου ή μεγάλου μεγέθους υδρόβια πτηνά. Έχουν επίμηκες σώμα σκούρου χρώματος. Ο λαιμός τους μακρύς και η ουρά στρογγυλεμένη. Το κεφάλι απολήγει σε δυνατό ράμφος, ίσιο, με γαμψή άκρη. Τα 4 δάκτυλα τους είναι ενωμένα με μεμβράνες. Στην επιφάνεια του νερό επιπλέουν με το σώμα αρκετά βυθισμένο και το ράμφος ανασηκωμένο. Βουτούν (συνήθως με άλμα στον αέρα) από την επιφάνεια και κυνηγούν κυρίως ψάρια. Συχνά διανύουν  μεγάλες αποστάσεις στην αναζήτηση τροφής. Χαρακτηριστικό τους ότι μετά την κατάδυση κάθονται με τις φτερούγες ανοικτές. Φωλιάζουν κατά αποικίες.
   Στη χώρα μας απαντάται ο Ευρωπαϊκός Κορμοράνος, ο θαλασσοκόρακας και η Λαγγόνα.


Πουλάδες και Νερόκοτες


Είμαι μικρού έως μεσαίου μεγέθους υδρόβια πτηνά, τα οποία ζουν στην υδροχαλαρή βλάστηση, συνήθως κρυμμένα σε αυτή. Διαθέτουν κοντόχοντρο σώμα, σε ορισμένα είδη πεπιεσμένο πλευρικά, και στρογγυλεμένες φτερούγες. Τα δάκτυλα τους είναι μακριά και ευκίνητα και τους επιτρέπουν να μετακινούνται στην υδρόβια βλάστηση. Επικοινωνούν με δυνατές κραυγές κατά τη διάρκεια της νύχτας. Πολύ ντροπαλά, μετακινούνται στο σκοτάδι. Είναι παμφάγα και τρέφονται με ποικιλία ζωικών και φυτικών ειδών.
   Στη χώρα μας ανευρίσκεται η Νεροκοτσέλα, η Μικροπουλάδα, η Στικτοπουλάδα, η Ορτυκομάνα, η Νερόκοτα, και η Φαλαρίδα

Ευρωπαικός γερανός


Σπάνιος στην Ελλάδα, συνήθως σταματά κατά τη μετανάστευση του. είναι ψηλό πουλί, με μακριά πόδια και λαιμό που ξεχωρίζουν καθώς πετάει. Έχει σταχτί χρώμα, με μαύρο λαιμό, κεφάλι, και άκρες φτερούγων. Χαρακτηριστική μαύρη η φούντα στην ουρά του και η κόκκινη βούλα στο άνω μέρος του κεφαλιού. Τρέφονται με σπόρους, καρπούς και έντομα. Επιφυλακτικά πτηνά, που κατά τη διάρκεια του ζευγαρώματος εκτελούν εντυπωσιακές γαμήλιες επιδείξεις


Παρυδάτια


Αποτελούν μια μεγάλη ομάδα πουλιών με μακριά πόδια, που συνήθως ζουν κοντά στο νερό, στις όχθες και τα έλη, μερικά και σε ξηρότερους βιότοπους. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα και την μεταναστευτική περίοδο συχνά απαντούν σε πυκνά κοπάδια σε ρηχά λασποτόπια, αλυκές και ακτές. Περιλαμβάνουν διάφορες οικογένειες. Τα παρυδάτια τρέφονται με έντομα, σκουλήκια, μαλάκια και καρκινοειδή, μερικές φορές με φυτά και ψάρια. η φωλιά τους είναι συνήθως μια λακκούβα στο έδαφος, προστατευμένη χάρη στο καμουφλάζ του πτερώματος των ενηλίκων  και των αβγών. Οι χνουδωτοί νεοσσοί εγκαταλείπουν αμέσως τη φωλιά και συνήθως βρίσκουν μόνοι την τροφή τους. Τους προσέχει ένας ή και οι 2 γονείς. Στα είδη που και οι δύο γονείς φροντίζουν τα μικρά, συχνά το θηλυκό φεύγει προτού τα μικρά να πετάξουν και παραμένει το αρσενικό. Τα παρυδάτια επιχειρούν  μεγάλες μεταναστεύσεις, και απαντώνται σε μακρινά και δυσπρόσιτα μέρη. Έχουν ποικίλες προσαρμογές και σχήματα ράμφους, ανάλογα με τις διάφορες μεθόδους εύρεσης τροφής, και όμορφο πτέρωμα. Η οικογένεια Scolopacidae περιλαμβάνει είδη όπως οι μπεκάτσα, το μπεκατσίνι, τουρλίδες, λιμόζες, σκαλίδρες, τρύγγες, φαλαρόποδες κ.α. στη χώρα μας παρατηρούνται κυρίως το χειμώνα ή τη μετανάστευση, κοπαδιαστά σε υγρότοπους και ακτές. Τρέφονται τσιμπολογώντας από την επιφάνεια ή ψαχουλεύοντας μέσα στη λάσπη ή σε στρώματα από φύκια με το συνήθως μακρύ και λεπτό ράμφος τους.
Οι χαραδριοί είναι μια χαρακτηριστική ομάδα πουλιών με κοντό ράμφος. Όταν στέκονται χαλαροί έχουν οριζόντιο συμπαγές, στρογγυλωπό, κοντόλαιμο σχήμα. Όταν ενοχλούνται ανεβοκατεβάζουν νευρικά το κεφάλι και όταν τρέφονται έχουν χαρακτηριστική συμπεριφορά (τρέχουν-σταματάνε-τσιμπάνε). Οι σφυριχτές έχουν ιδιαίτερα έντονα σχέδια στο κεφάλι και ζώνες στο στήθος.