ΧΕΡΣΑΙΑ

Καφέ Αρκούδα


Η καφέ αρκούδα (Ursus arctos) είναι το μεγαλύτερο χερσαίο θηλαστικό της Ευρώπης, με μήκος  από 1,70 έως 2 μέτρα και βάρος  από 60 έως 250 κιλά, ανάλογα με το φύλο και την εποχή του χρόνου. Φυσιολογικά  ζει περίπου  25 χρόνια.
Η θηλυκή αρκούδα γεννά  κάθε δυο ή τρία χρόνια, στη διάρκεια του χειμέριου ύπνου , ένα, δύο ή σπάνια τρία μικρά. Τα νεογέννητα αρκουδάκια είναι γυμνά και τυφλά, ζυγίζουν μόλις 200-300 γραμμάρια και σε περίπτωση θανάτωσης της, πεθαίνουν κι αυτά σε διάστημα λίγων μόνων λεπτών.
Ο ελλαδικός πληθυσμός της καφέ αρκούδας  που μέχρι τον 17ο αιώνα εκτεινόταν  εως την Πελοπόννησο, ανέρχεται  σήμερα σε 300 περίπου άτομα, κατανεμημένα στις ορεινές περιοχές της Πίνδου, κυρίως, και της Ροδόπης.
Η καφέ αρκούδα δεν έχει φυσικούς εχθρούς, απειλείται μόνο από τον άνθρωπο, είτε  με άμεση θανάτωση   (λαθροθηρία, τροχαία ατυχήματα) είτε  με καταστροφή των βιοτόπων της (υπερεκμετάλλευση δασών, πυρκαγιές, ελλιπής ενημέρωση, αδιαφορία). Έχει ανάγκη από ησυχία, γι’ αυτό και κινείται κυρίως τις νυχτερινές ώρες, αποφεύγοντας την επαφή με τον άνθρωπο.
Εάν, παρόλα αυτά,…συναντηθούμε,  να θυμόμαστε πως η καφέ αρκούδα δεν πρέπει,  σε καμιά περίπτωση, να νιώσει ότι απειλείται!  Συνεπώς…μένουμε ακίνητοι ή μετακινούμαστε αργά από το δρόμο της!

Λύκος (Canis lupus)

Ο λύκος ανήκει στην τάξη των σαρκοφάγων (Carnivora) και στην οικογένεια των κυνοειδών (Canidae). Μπορεί να αναπτύξει ταχύτητα που φτάνει τα 40-50 km/h, σε μικρές αποστάσεις. Στο μεσογειακό λύκο κυριαρχεί το καφέ τρίχωμα. Το μήκος του σώματός του φτάνει το 1 με 1,5 μέτρο ενώ αυτό της ουράς δεν ξεπερνά το μισό μέτρο. Το ύψος κυμαίνεται από 60 ως 80 cm και το βάρος από 20 ως 60kg, αναλόγως την ηλικία, το φύλο ακόμη και τον τύπο του ενδιαιτήματος. Η διάρκεια ζωής κυμαίνεται από 8 έως 16 χρόνια. Αναπαράγονται κάθε χρόνο, από Φεβρουάριο μέχρι Απρίλιο, γεννώντας 3-7 λυκόπουλα. Οι λύκοι οργανώνονται σε αγέλες των 3-7 ατόμων, με το κυρίαρχο ζεύγος Άλφα να είναι οι μόνοι λύκοι που επιτρέπεται να αναπαραχθούν. Η διατροφή τους περιλαμβάνει μεγάλα οπληφόρα, όπως ελάφια και αγριογούρουνα, αλλά και μικρότερα, όπως το ζαρκάδι και τα αγριόγιδα. Επίσης, κομμάτι της διατροφής τους αποτελούν τα τρωκτικά και σπανιότερα φυτικές τροφές. Σε περιοχές με έντονη την ανθρώπινη παρουσία έχει παρατηρηθεί ότι οι λύκοι, εκτός από τις επιθέσεις τους στο ζωικό κτηνοτροφικό κεφάλαιο, τρέφονται και με υπολείμματα τροφής σε σκουπιδότοπους.

Αλεπού (Vulpes vulpes)

Η αλεπού ανήκει στην τάξη των σαρκοφάγων (Carnivora) και στην οικογένεια των  κυνοειδών (Canidae). Το πιο γνωστό είδος είναι η κόκκινη αλεπού. Το τρίχωμά της είναι κοκκινωπό με λευκά το κάτω μέρος των ποδιών, την κοιλιά και το άκρο της ουράς της. Φτάνει σε μήκος τα 60-90 cm και η ουρά της, η οποία είναι ιδιαίτερα φουντωτή, τα 40-60 cm. Ζυγίζει 7-10 κιλά. Είναι ζώο με μοναχικές συνήθειες, εκτός της εποχής του ζευγαρώματος, το μήνα Ιανουάριο.  Γεννά 4-5 μικρά. Έχει μεγάλη εξάπλωση: από πεδιάδες μέχρι δάση και σε περιοχές με έντονη την παρουσία του ανθρώπου. Κυρίως προτιμά να τρέφεται με τρωκτικά, αγριοκούνελα, αλλά και καρπούς ή άλλες φυτικές τροφές. Πολλές φορές καταστρέφει τα κονικλοτροφεία και τα κοτέτσια των ανθρώπων.

Σκατζόχοιροι


Μικρά αγκαθωτά θηλαστικά της οικογένειας των ερινακεϊδών, της τάξης των εντομοφάγων. Υπάρχουν 15 είδη σκαντζόχοιρων σε 4 γένη, που συναντώνται στην  Ασία, την Ευρώπη , την Αφρική και τη Νέα Ζηλανδία. Ο σκαντζόχοιρος είναι πολύ συνηθισμένο είδος στην χώρα μας. Ζει σε αραιά δάση ή όπου υπάρχει χαμηλή βλάστηση. Οι σκαντζόχοιροι ξεχωρίζουν εύκολα από τα αγκάθια τους, που έχουν μήκος περίπου 2 εκατοστά και χρώμα απαλό κίτρινο με ραβδώσεις. Πρόκειται για τρίχες που έχουν γίνει σκληρές με κερατίνη. Τα αγκάθια αυτά δεν έχουν δηλητήριο και  μπορούν εύκολα να αφαιρεθούν από το ζώο. Καθώς ο σκαντζόχοιρος μεγαλώνει, κατά το πρώτο έτος της ηλικίας του, χάνει τα απαλά αγκάθια που είχε κατά τη γέννησή του και τα αντικαθιστά με μεγαλύτερα και σκληρότερα. Τα αγκάθια τα χάνει και από στρες ή ασθένεια. Όλοι οι σκαντζόχοιροι μπορούν να τυλιχτούν σε σφιχτή μπάλα, και με τη βοήθεια υποδόριων μυών να κάνουν τα αγκάθια τους να πεταχτούν προς τα έξω. Ο λαιμός, το πρόσωπο και η κοιλιά του σκαντζόχοιρου καλύπτονται από μαλακές τρίχες που έχουν χρώμα κιτρινωπό ή λευκωπό. Τα πόδια του έχουν δάχτυλα που καταλήγουν σε νύχια δυνατά και γαμψά. Το θηλυκό είναι λίγο πιο παχύ και πιο μακρύ από το αρσενικό και έχει πιο μακρύ ρύγχος (φυλετικός διμορφισμός ).

Οι σκαντζόχοιροι είναι βασικά νυκτόβιοι και για ένα μεγάλο διάστημα της ημέρας  κοιμούνται, είτε κάτω από κάποιο βράχο ή θάμνο ή σε μια τρύπα στο χώμα. Όλοι οι άγριοι σκαντζόχοιροι μπορούν να πέσουν σε χειμέρια νάρκη, αν και μερικοί υπάρχει περίπτωση να μην το κάνουν. Το αν θα το κάνουν εξαρτάται από τη θερμοκρασία, την αφθονία του φαγητού και το είδος τους. Η διαδικασία είναι η εξής: Το φθινόπωρο, στρώνουν μια φωλιά με βρύα και φύλλα κάτω από ένα δένδρο και πέφτουν σε χειμερία νάρκη, που διαρκεί ως το Μάρτιο ή τον Απρίλιο. Η θερμοκρασία του σώματος τους στην περίοδο αυτή πέφτει στους 5,5 βαθμούς C.
Παρότι ανήκει στην οικογένεια των εντομοφάγων, ο σκαντζόχοιρος είναι σχεδόν παμφάγα. Τρώει έντομα ,σαλιγκάρια,βατράχια,αυγά,φίδια, κουφάρια,μανιτάρια, χόρτα, ρίζες,μούρα,πεπόνια και καρπούζια .


Μουστελίδες


Οι μουστελίδες, ανατομικό χαρακτηριστικό των οποίων αποτελεί το μακρόστενο σώμα τους ανήκουν στα σαρκοφάγα. Είδη τα οποία συναντώνται στην Ελλάδα είναι η νυφίτσα – Mustela nivalis, Mustela erminea, Mustela putorius, το αμερικάνικο μινκ – Mustela vison, η βίδρα – Lutra lutra και το κουνάβι – Martes martes, Martes foina. Το μινκ δεν είναι αυτόχθονο είδος, ωστόσο η ύπαρξη στην ελληνική επικράτεια εκτροφών και η απελευθέρωση ζώων από αυτές μάλλον έχει οδηγήσει στην επιβίωσή του στην χώρα μας. Το Ευρωπαικό μινκ – Mustela lutreola, δεν απαντάται φυσιολογικά στην χώρα μας. Ο ασβός – Meles meles είναι η μουστελίδα η οποία ξεφεύγει τον κανόνα και έχει ένα πιο στρουμπουλό σώμα σε σύγκριση με τις άλλες. Είναι επίσης η μεγαλύτερη μουστελίδα η οποία απαντάται στην χώρα μας.

Η νυφίτσα και το κουνάβι κυνηγούν και διατρέφονται με είδη μικρών θηλαστικών, πτηνών και ερπετών. H Mustela foina επίσης αναφέρεται ότι είναι πολύ καλά προσαρμοσμένο στην ανθρώπινη παρουσία και τρέφεται με υπολείμματα ανθρώπινης διατροφής κοντά σε αγροκτήματα. Η βίδρα και ως ένα σημείο το μινκ βασίζονται σε μια διατροφή που αποτελείται από ψάρια και καρκινοειδή. Επίσης μπορεί να διατρέφονται με αμφίβια, μικρά πτηνά και θηλαστικά. Ο ασβός είναι ένα αρκετά δυνατό ζώο το οποίο υιοθετεί έναν σχετικά παμφάγο τρόπο διατροφής η οποία εμπεριέχει κυρίως γαιοσκώληκες και φυτικές ουσίες τις ξηρές εποχές.

Οι Mustela putorious είναι μοναχικά ζώα με τα αρσενικά να υπερασπίζονται ατομικές περιοχές οι οποίες μπορεί να εμπερικλείουν μέσα τους περιοχές θηλυκών. Η Mustela nivalis και η Mustela foina επίσης ζουν μοναχικά με την πρώτη να τοποθετεί γύρω από τις πολυάριθμες φωλιές της φτερά ή τρίχωμα των θυμάτων της. Ακόμη, σε αντίθεση με την Mustela foina η οποία είναι κατά κανόνα νυκτόβια, η Mustela nivalis είναι δραστήρια τόσο το πρωί όσο και το βράδυ για περιόδους 10-45 λεπτών την φορά οι οποίες ακολουθούνται από μικρές περιόδους ανάπαυσης. Πρέπει να καταναλώσει το 1/3 του σωματικού της βάρους σε τροφή καθημερινώς για να επιβιώσει. Η νυφίτσα “σφυρίζει” ή “ουρλιάζει”  όταν νοιώθει ότι απειλείται και απελευθερώνει μια δύσοσμη μυρωδιά, τυπική για τις μουστελίδες, η οποία πιστεύεται ότι αποσκοπεί επίσης και στην επικοινωνία μεταξύ ατόμων του είδους.  


Ο Ευρασιατικός ασβός, σε αντίθεση με τις περισσότερες μουστελίδες ζει οργανωμένος σε μικρές ομάδες. Είναι δραστήριος κυρίως το βράδυ και η κάθε ομάδα θα υπερασπισθεί έντονα την περιοχή της ενάντια σε άλλες ομάδες. Μιας και η όρασή του είναι κακή χρησιμοποιεί την όσφρηση ως μέθοδο ανεύρεσης τροφής. Οι γραμμές του προσώπου του ασβού διαφέρουν από άτομο σε άτομο και αυτό μάλλον χρησιμεύει ή σαν καμουφλάζ ή σαν μέθοδος αναγνώρισης των ατόμων μεταξύ της ομάδας. 


Η Ευρασιατική βίδρα είναι επίσης κατά κύριο λόγο μοναχικό ζώο, αν εξαιρέσει κανείς την συμβίωση ενός θηλυκού και ενός αρσενικού ζώου για τους 2-3 μήνες της εποχής του ζευγαρώματος. Η βίδρα επικοινωνεί με άλλες βίδρες με διάφορους ήχους και μυρωδιές οι οποίες συγκρατούν επίσης την “ταυτότητα” του κάθε ατόμου.


Σκίουρος


Σκίουρος ή βερβερίτσα είναι το κοινό όνομα του μικρού θηλαστικού της οικογένειας Σκιουρίδες. Το όνομα αυτό προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις σκιά και ουρά. Ο σκίουρος είναι μικρό και ευκίνητο ζώο, που ζει κυρίως στα δένδρα. Το μέγεθός του ποικίλλει από το μέγεθος του ποντικού έως το μέγεθος της γάτας. Έχει λεπτό σώμα, μακριά φουντωτή ουρά και το τρίχωμά του είναι πυκνό και γυαλιστερό.  Οι σκίουροι είναι παμφάγοι, τρώνε μια μεγάλη ποικιλία τροφών φυτικής προέλευσης, συμπεριλαμβανομένων καρυδιών, καρπών, φρούτων, μυκήτων, καθώς και εντόμων, αυγών ακόμη και μικρών θηλαστικών, πουλιών, βατράχων και ψοφιμιών.  Αντίθετα με τα κουνέλια και τα ελάφια, οι σκίουροι δεν μπορούν να χωνέψουν την κυτταρίνη και πρέπει να βασιστούν σε τροφές πλούσιες σε πρωτεΐνες, υδατάνθρακες και λίπος. Οι αρχές της άνοιξης είναι η δυσκολότερη περίοδος για τους σκίουρους, καθώς τα θαμμένα καρύδια αρχίζουν να φυτρώνουν και δεν είναι πλέον διαθέσιμα για τροφή. Στις περιόδους αυτές οι σκίουροι βασίζονται πάρα πολύ σε μπουμπούκια δέντρων. Γενικότερα όμως αποθηκεύουν τους καρπούς και τους σπόρους μέσα στις τρύπες των δένδρων για να τους τρώνε το χειμώνα. Γεννούν δύο φορές το χρόνο από 3 - 7 μικρά κάθε φορά. Είναι ζώο που  εξημερώνεται σχετικά εύκολα. Ο σκίουρος που ζει στην πατρίδα μας, κυρίως στα δάση της Μακεδονίας και της Θράκης,  έχει χρώμα βαθύ κόκκινο στη ράχη και άσπρο στην κοιλιά, ενώ το μέγεθός του δεν ξεπερνά τα 50 εκατοστά.



Τρωκτικά


Τα τρωκτικά (Rodentia) αποτελούν τάξη των πλακουντοφόρων, αναγάλιδων θηλαστικών, η οποία περιλαμβάνει περίπου 2300 είδη. Τα περισσότερα συναντώνται στη Νότιο Αμερική. Τα τρωκτικά, εκτός από ελάχιστα είδη (κάστορας, καπυμπάρα) έχουν μέγεθος μέτριο ως μικρό. Το οδοντικό τους σύστημα δεν έχει κυνόδοντες, αλλά διαθέτουν ένα ζεύγος κοπτήρων στο μπροστινό μέρος των σαγονιών τους. Οι κοπτήρες αυτοί αναπτύσσονται ασταμάτητα, αλλά και φθείρονται συνεχώς. Αν η φθορά σταματήσει, οι κοπτήρες θα βγουν από το στόμα, θα τρυπήσουν τον ουρανίσκο και θα τραυματίσουν το πρόσωπο του ζώου. Για να φθείρονται τα δόντια όσο πρέπει, τα τρωκτικά ροκανίζουν συνέχεια όχι μόνο την τροφή τους, αλλά και όλες τις ζωικές, φυτικές και ανόργανες ύλες. Τα τρωκτικά έχουν σε μεγάλο βαθμό αναπτυγμένο το ένστικτο της κατοικίας. Τα περισσότερα σκάβουν το έδαφος για να κατοικήσουν και να αποθηκεύσουν την τροφή τους (π.χ. τσιντσιλά). Στην αρχή του χειμώνα, οι αποθήκες τους ξεχειλίζουν από σπόρους, καρπούς και ρίζες. Συχνά οι κατοικίες τους είναι αριστοτεχνικά φτιαγμένες (κάστορες). Έχουν απεριόριστη όρεξη και τρώνε αδιάκοπα. Χαρακτηριστική είναι η γονιμότητα των τρωκτικών, που έχει γίνει παροιμιώδης (π.χ. "γεννάει σαν κουνέλι"). Τα θηλυκά εγκυμονούν πολλές φορές μέσα σ' ένα χρόνο και γεννούν πολλά μικρά. Πολλαπλασιάζονται με τόση αφθονία, που αν δεν υπήρχαν μέσα για την εξόντωσή τους, θα μπορούσαν να καταστρέψουν εντελώς τις γεωργικές καλλιέργειες. Γι' αυτό κάποια είδη, όπως τα ποντίκια, θεωρούνται βλαβερά. Όμως άλλα, όπως οι κάστορες, επηρεάζουν θετικά το οικοσύστημα ποταμών και λιμνών με τα φράγματα που κατασκευάζουν


Κουνέλι


Το άγριο κουνέλι είναι μικρότερο από τον λαγό, έχει μήκος 35-40εκ., ύψος 16-18εκ. και βαρος 1-2κιλά . Το χρώμα της γούνας του είναι κυρίως γκριζοκαστανό και από το κάτω μέρος είναι πιο ανοιχτό, που καταλήγει σε μία σχεδόν λευκή κοιλίτσα. Η ουρά του είναι πολύ κοντή, δηλαδή περίπου 6-7εκ. με μαύρο περίγραμμα. Τα μάτια του είναι στο πλάι του κεφαλιού, χωρίς να προεξέχουν, όπως του λαγού και έχει μικρότερα αυτιά από τον λαγό. Είναι νυκτόβιο ζώο και βγαίνει για βοσκή με τη δύση του ηλίου και επιστρέφει στις φωλιές την αυγή. Ζει σε πεδινές και λοφώδεις περιοχές, που έχουν άφθονο χόρτο και θάμνο. Σπάνια το συναντάς σε υψόμετρο άνω των 600m.Γεννάει 5-6 φορές τον χρόνο από 5 αγριοκουνελάκια περίπου,Το άγριο κουνέλι ζει 6-7 χρόνια. Απειλείται από τα σαρκοφάγα, κυρίως από τον λύκο, την αγριόγατα, την αλεπού, τους αετούς, τα αρπακτικά γεράκια και φυσικά, από τον άνθρωπο.

Λαγός

Ο λαγός μοιάζει με το κουνέλι, αλλά είναι πολύ μεγαλύτερος. Το σώμα του έχει μήκος 50-60εκ., ύψος 20-30εκ. και βάρος 3-6 κιλά. Το θηλυκό είναι μεγαλύτερο από το αρσενικό. Το κεφάλι του είναι ωοειδές και τα αυτιά του είναι μακριά και όρθια, κι έχουν μαύρες άκρες. Το κάτω μέρος του σώματός του είναι λευκό και η ουρά είναι κοντή. Η τροφή του περιλαμβάνει τρυφερά χόρτα, καρπούς, δημητριακά, ακόμα και με νεαρούς βλαστούς, φλοιούς θάμνων, βελανίδια. Το απαραίτητο νερό το παίρνει με τη τροφή. Δεν πίνει πολύ νερό, εκτός κατά την περίοδο που θηλάζει τα νεογνά. Γεννά 4-5 φορές τον χρόνο, 2 - 4 λαγουδάκια. Πριν τον τοκετό γονιμοποιείται ξανά και το φαινόμενο αυτό δεν παρατηρείται σε άλλο θηλαστικό και είναι γνωστό ως επικύηση. Η διάρκεια της ζωής του λαγού είναι 7-8 χρόνια.


ΥΔΡΟΒΙΑ

Μεσογειακή Φώκια Μονάχους-Μονάχους



Η Μεσογειακή φώκια είναι από τα πιο απειλούμενα με εξαφάνιση είδη του πλανήτη. Σήμερα υπάρχουν στην περιοχή της Μεσογείου γύρω στις 400-500 φώκιες, εκ των οποίων οι 300 βρίσκονται στον ελλαδικό χώρο και συγκεκριμένα στις βόρειες Σποράδες. Η Μεσογειακή φώκια είναι δείκτης υγείας του θαλάσσιου περιβάλλοντος και μέρος της πλούσιας βιοποικιλότητας της Ελλάδας. Ζει γύρω στα 30-40 χρόνια. Μια ενήλικη φώκια έχει μήκος μέχρι και 3 μέτρα και βάρος μέχρι 300 κιλά. Το τρίχωμά της είναι στιλπνό και το χρώμα της γκρίζο ή καφέ. Τα νεογέννητα φωκάκια έχουν μήκος που φτάνει το ένα μέτρο και ζυγίζουν γύρω στα 10-20 κιλά. Το τρίχωμά τους σε αντίθεση με το τρίχωμα της ενήλικης φώκιας είναι μαύρο μ’ ένα άσπρο μπάλωμα στην περιοχή της κοιλιάς. Όταν περάσουν οι πρώτες εβδομάδες το τρίχωμα αυτό πέφτει και στη θέση του δημιουργείται το ίδιο με της ενήλικης φώκιας. Τα μουστάκια της, τα οποία χρησιμοποιεί ως αισθητήρια όργανα, είναι μεγάλα και μακριά. Το σώμα της έχει σχήμα αεροδυναμικό, πράγμα που της επιτρέπει να κολυμπά πολύ γρήγορα. Είναι επίσης άριστος δύτης. Οι κυριότερες απειλές για το είδος είναι ο κατακερματισμός και η αλλοίωση των βιοτόπων, η ηθελημένη θανάτωση και η παγίδευση σε δίχτυα. Θεωρείται από την Διεθνή Ένωση για την Προστασία της Φύσης (IUCN) ως είδος άμεσα απειλούμενο με εξαφάνιση και για το λόγο αυτό, προστατεύεται νομοθετικά σε διεθνές αλλά και εθνικό επίπεδο. 

Δελφίνια

Τα δελφίνια είναι θηλαστικά, ανήκουν στην τάξη των κητωδών και εμφανίστηκαν πριν από 65.000.000 χρόνια.
Αναπνέουν με πνεύμονες. Διατηρούν σταθερή θερμοκρασία σώματός και καλύπτονται από παχύ στρώμα λίπους, το οποίο προσφέρει μόνωση και βοηθά στην κολύμβηση. Τα θωρακικά πτερύγια βοηθούν επίσης στην κολύμβηση, το ουραίο χρησιμοποιείται για ώθηση, ενώ το ραχιαίο προσφέρει ισορροπία μέσα στο νερό.
Στο μέτωπό τους βρίσκεται το σύστημα ηχοεντοπισμού, ένα είδος σόναρ, με τη βοήθεια του οποίου προσανατολίζονται, εντοπίζουν την τροφή και επικοινωνούν μεταξύ τους. Επίσης, μπορούν και επικοινωνούν με σφυρίγματα, κρότους και ήχους που παράγουν με τα σαγόνια τους.
Μετά την ηλικία των 5 ετών είναι ικανά προς αναπαραγωγή και κάθε 2-3 χρόνια, έπειτα από κύηση 12 μηνών, γεννούν 1 μικρό, μήκους περίπου 1μ., το οποίο θηλάζει και παραμένει με τη μητέρα 3-6 χρόνια.

Στις ελληνικές θάλασσες απαντώνται τέσσερα είδη δελφινιών : το ρινοδέλφινο (Tursiops truncatus), το ζωνοδέλφινο (Stenella coeruleoalba), το κοινό (Delphinus delphis) και το σταχτοδέλφινο (Grampus griseus). Πολύ πιο σπάνια συναντώνται το Μαυροδέλφινο, η Ψευδοόρκα, η Όρκα, το Στενόρυγχο δελφίνι και η μικρή Φώκαινα. Κύριος εχθρός των δελφινιών είναι οι ανθρώπινες δραστηριότητες.