ΕΡΠΕΤΑ

Χελώνες

Οι χελώνες αποτελούν μια τάξη ερπετών που ζουν στη γη για περισσότερο από 200 εκατομμύρια χρόνια.  Είναι όπως όλα τα ερπετά, ζώα εξώθερμα ή αλλιώς ποικιλόθερμα, που σημαίνει ότι χρησιμοποιούν τη θερμότητα του περιβάλλοντος σαν κύρια πηγή της θερμότητας του σώματός τους. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό όλων των χελωνών είναι το καβούκι τους ή χέλυο, ένα κερατοειδές κέλυφος αποτελούμενο από οστά, που σχηματίζει προστατευτική κοιλότητα για τα ζωτικά όργανα (εξαίρεση αποτελεί η δερματοχελώνα της οποίας το σώμα καλύπτεται από παχύ δέρμα). Ζουν σε εύκρατα και τροπικά κλίματα. Υπάρχουν περίπου 300 είδη χελωνών που μπορεί να ζουν στη στεριά, στη θάλασσα και στο γλυκό νερό αλλά όλες οι χελώνες ωοτοκούν στη στεριά. Ανάλογα με το βιότοπό τους χωρίζονται σε χερσαίες, υδρόβιες και θαλάσσιες χελώνες. Στην Ελλάδα συναντάμε περίπου 10 είδη.

Χερσαίες χελώνες

Αποτελούν την οικογένεια Testudidae. Ζουν αποκλειστικά στην ξηρά και τρέφονται κυρίως με φυτά. Έχουν ψηλό καβούκι, χοντρά άκρα και είναι αργοκίνητες. Πέφτουν σε χειμέρια νάρκη και η γονιμοποίηση τους γίνεται τους θερινούς μήνες. Γεννούν 1 με 12 αυγά σε τρύπες που σκάβουν στο χώμα. Υπάρχουν περίπου 50 είδη. Από αυτά 3 συναντάμε στην Ελλάδα.

Ελληνική Χελώνα (Testudo graeca)

Εξάπλωση: Κυρίως στη Μακεδονία, τη Θράκη και σε πολλά νησιά του Αιγαίου.
Μήκος καβουκιού: μέχρι 30cm
Διάρκεια ζωής: ξεπερνά τα 50 χρόνια.





Μεσογειακή χελώνα (Testudo hermanni)
Εξάπλωση: Κυρίως ηπειρωτική Ελλάδα, Πελοπόννησος, Εύβοια, Ιόνιο.
Μήκος καβουκιού: 20-25cm.
Διάρκεια ζωής: έως 50 χρόνια



Κρασπεδωτή Χελώνα (Testudo marginata)

Εξάπλωση: Σε όλη σχεδόν την Ελλάδα
Μήκος καβουκιού: το πολύ 38cm. Συνήθως μικρότερο.
Υπάρχει και το υποείδος Testudo marginata weissinger







Υδρόβιες χελώνες

Τα άκρα τους είναι ενωμένα σαν πτερύγια και ο θώρακας τους αρκετά πεπλατυσμένος. Ζουν κυρίως στις όχθες ποταμών και τρέφονται με υδρόβια ζώα και πλαγκτονικούς οργανισμούς. Τρέφονται κυρίως με ψάρια και ασπόνδυλα. Ο αριθμός των αυγών που γεννούν ποικίλει ανάλογα με το είδος. Υπάρχουν 3 οικογένειες. Η Emydidae η geoemydidae και η trionychidae.

Στην οικογένεια emydidae ανήκουν οι:

Στικτή νεροχελώνα (Emys orbicularis)
Εξάπλωση: Κυρίως Ηπειρωτική Ελλάδα Πελοπόννησος και πολλά νησιά.
Μήκος καβουκιού: γύρω στα 20 cm.

Στη Βόρεια Ελλάδα υπάρχει και το υποείδος Emys orbicularis hellenica

Νεροχελώνα με κόκκινα μάγουλα (Trachemys scripta)
Εξάπλωση: Κατάγεται από τη Βόρεια Αμερική. Εισήχθη στην Ελλάδα. Υπερισχύει στον ανταγωνισμό με εντόπια είδη και έτσι συχνά τα εκτοπίζει.

Στην οικογένεια geoemydidae ανήκει:

Γραμμωτή νεροχελώνα (Mauremys rivulata)
Εξάπλωση: Ηπειρωτική Ελλάδα, Πελοπόννησος, Νησιά.
Μήκος καβουκιού: έως 30 cm.


Στην οικογένεια trionychidae ανήκει:



Τριόνυξ (Trionyx triunguis)

Εξάπλωση: Έχουν παρατηρηθεί σε Ρόδο, Κάλυμνο και Κω πληθυσμοί που προέρχονται από τις απέναντι τουρκικές ακτές.
Μήκος χελύου: 1 μέτρο.



Θαλάσσιες χελώνες

Τα άκρα τους έχουν εξελιχθεί σε πεπλατυσμένα πτερύγια. Αναπνέουν με πνεύμονες όπως και οι άλλες χελώνες. Περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους στη θάλασσα. Η θηλυκή επιστρέφει στην ακτή μόνο για να σκάψει φωλιά και να αφήσει τα αυγά της. Όταν τα αυγά εκκολαφθούν, οι νεοσσοί κατευθύνονται προς τη θάλασσα για να πάρουν τη θέση τους στο θαλάσσιο οικοσύστημα κ ο κύκλος επαναλαμβάνεται. Τρέφονται με μέδουσες, μαλάκια, αχινούς και καβούρια ή και με φυτά και σφουγγάρια. Κάθε άνοιξη οι περισσότερες χελώνες μεταναστεύουν προς τις περιοχές ωοτοκίας και ζευγαρώνουν. Τα αυγά εκκολάπτονται σε 42-70 μέρες ανάλογα με τη θερμοκρασία. Μια πετυχημένη φωλιά με 110 αυγά παράγει περί τους 70 νεοσσούς. Υπάρχουν 2 οικογένειες, η chelonnidae και η dermochelyidae.

Στην οικογένεια chelonnidae ανήκουν οι:


Καρέττα Καρέττα (Caretta caretta)
Εξάπλωση: Είναι το μοναδικό είδος που ωοτοκεί στην Ελλάδα. Συναντάνται σε όλες τις ελληνικές θάλασσες αλλά ωοτοκεί κυρίως στη Ζάκυνθο, τις δυτικές και νότιες ακτές της Πελοποννήσου, την Κρήτη και την Κεφαλονιά.
Μέγεθος: ζυγίζει 110-140 κιλά και έχει μήκος καβουκιού 70-125 cm.
Απειλείται από την εκμετάλλευση των παραλιών ωοτοκίας της από τον άνθρωπο


Πράσινη Χελώνα (Chelonia mydas)
Εξάπλωση: έχει παρατηρηθεί στις ελληνικές θάλασσες.
Μέγεθος: ζυγίζει 120-160 κιλά


Κεραμοχελώνα (Eretmochelys imbricata)
Εξάπλωση: Σπάνια παρατηρείται στη Μεσόγειο αλλά υπάρχουν καταγραφές από το Ιόνιο και το λυβικό πέλαγος.
Μέγεθος: ζυγίζει μέχρι 100 κιλά και έχει μήκος καβουκιού το πολύ 1 μέτρο.
Είναι απειλούμενο είδος με μεγάλο κίνδυνο εξαφάνισης.




Στην οικογένεια dermochelyidae ανήκει:



Δερματοχελώνα (Dermochelys coriacea)

Εμφανίζεται σε ελληνικές θάλασσες. Μέγεθος: είναι η μεγαλύτερη από όλες τις χελώνες, μπορεί να ζυγίζει μέχρι και 900 κιλά και ένα μέσο μήκος χελύου είναι 2 m.






Σαύρες

Οι σαύρες ανήκουν στην ομοταξία των ερπετών (sauropsida) και στην υποτάξη των σαυρίων (Lacertilia). Ανά τον κόσμο υπάρχουν οι υπεροικογένειες : Ιγουάνια (Iguania), Γκεκωτά (Gekkota), Scincomorpha, Διπλόγλωσσα (Diploglossa) και Πλατύνωτα ή βαρανοειδή (Platynota, Varanoidea).
Το σώμα τους είναι μακρύ, καλυμμένο με λέπια, γλοιώδες στην όψη μα στην πραγματικότητα ξηρό και καταλήγει σε οξύληκτη ούρα, η όποια, αν αποσπαστεί έχει τη δυνατότητα αναγέννησης. Οι περισσότερες σαύρες έχουν τέσσερα πόδια. Ωστόσο, υπάρχουν είδη που δεν έχουν εμφανή άκρα (πχ.κονάκι) και ξεχωρίζουν από τα φίδια από την ύπαρξη των βλεφάρων και των εξωτερικών ανοιγμάτων για τα αυτιά, ενώ είναι εντελώς ακίνδυνα για τον άνθρωπο. Πολλές σαύρες μπορούν να αλλάξουν χρώμα ώστε να μοιάζουν με το περιβάλλον τους, καθώς και σε περιπτώσεις άγχους (πχ.χαμαιλέοντας). Είναι ζώα ωοτόκα, αλλά λίγα είδη είναι ζωοτόκα. Επίσης πολλά είδη διαθέτουν αδένες που παράγουν δηλητήριο ,όμως δεν είναι επικίνδυνες για τον άνθρωπο, καθώς το δηλητήριό τους εισάγεται στη στοματική τους κοιλότητα αργά με τη μάσηση, και δεν εγχέεται από τα μπροστινά δόντια ως ένεση, όπως συμβαίνει με τα φίδια. Η τροφή τους περιλαμβάνει έντομα ή τρωκτικά. Λίγα είδη τους είναι παμφάγα ή φυτοφάγα. Γνωστό φυτοφάγο είδος είναι η ιγκουάνα, που είναι ανίκανη να χωνέψει ζωικές πρωτεΐνες. Ζουν σε κοιλώματα ή τρύπες, ενώ εμφανίζονται τις ζεστές ώρες της ημέρας καθώς αγαπούν τον ήλιο.
ΟΙ σαύρες είναι ιδιαίτερα ωφέλιμα ζώα, σημαντικά στην οικολογική ισορροπία. Επίσης είναι σημαντικοί θηρευτές βλαβερών ειδών (εντόμων και τρωκτικών), ορισμένα είδη τους τρώγονται από κάποιους λαούς, ενώ πρόσφατα έγιναν δημοφιλείς και ως κατοικίδια ζώα συντροφιάς.


Φίδια
  
Στην Ελλάδα συναντάμε 22 είδη φιδιών, γεγονός που την καθιστά την πλουσιότερη χώρα σε ποικιλία διαφορετικών ειδών στην Ευρώπη. Από αυτά τα είδη, 7 είναι δηλητηριώδη, από τα οποία 5 είναι οχιές και τα άλλα 2 είναι ο σαπίτης και το αγιόφιδο. Το σώμα τους είναι καλυμμένο με φολίδες, ώστε να αποτρέπεται η απώλεια νερού. Μερικά αλλάζουν το δέρμα τους κάθε 20 μέρες, ενώ τα περισσότερα το κάνουν κάθε χρόνο. Λαμβάνουν πληροφορίες για το περιβάλλον που κινούνται μέσω ενός αισθητήριου οργάνου που βρίσκεται στην οροφή του στόματός τους και γι' αυτό βγάζουν συνεχώς τη γλώσσα προς τα έξω. Στην τροφή τους συγκαταλέγονται μικρά ζώα, πουλιά, αυγά και έντομα τα οποία καταπίνουν συνήθως ζωντανά και ολόκληρα, αφού τα πνίξουν με τα ισχυρά τους σαγόνια ή τους προκαλέσουν ασφυξία με το σφίξιμο του κορμιού τους ή τα δηλητηριάσουν. Χαρακτηριστικό των φιδιών είναι ότι οι σιαγόνες τους συνδέονται με ελαστικό σύνδεσμο και έτσι μπορούν να καταπίνουν θηράματα με μεγαλύτερο μέγεθος από αυτά. Τα φίδια ζουν σε μια ποικιλία βιοτόπων: ρεματιές, αγρούς, ποολίβαδα, θαμνώδεις και βραχώδεις περιοχές, δάση, πάνω σε δέντρα ή μέσα στο νερό (νερόφιδα), ενώ συναντώνται ακόμα και σε ερείπια εγκαταλελειμμένων χώρων και κατοικημένες περιοχές. Αντιμέτωπα με τον άνθρωπο, προτιμούν να διαφύγουν ή να εκφοβίσουν. Η επίθεση με δάγκωμα είναι η τελευταία τους επιλογή σε περιπτώσεις όπου η διαφυγή τους είναι αδύνατη ή γίνουν αποδέκτες βίαιης συμπεριφοράς. 




ΑΜΦΙΒΙΑ

Αμφίβια ονομάζεται η ομοταξία σπονδυλωτών που χαρακτηρίζεται από δύο ξεχωριστές φάσεις ζωής. Μια υδρόβια, με βραγχιακή αναπνοή (γυρίνος), και μια χερσαία με πνευμονική αναπνοή (ενήλικο). Το πέρασμα από τη μία φάση στην άλλη πραγματοποιείται μέσω της μεταμόρφωσης, κατά την οποία εμφανίζονται οι πνεύμονες και τα πόδια, ενώ λαμβάνουν χώρα μερικές ακόμα σημαντικές αλλαγές. Η λέξη αμφίβιο προέρχεται από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις «αμφί» και «βίος», και σημαίνει «αυτός που κάνει διπλή ζωή», και υποδηλώνει ακριβώς τη διττή φύση των ζώων αυτών. Όταν είναι νεαρά ζουν στο νερό, αλλά όταν ενηλικιώνονται, ζουν έξω από αυτό (γενικός κανόνας, υπάρχουν ωστόσο πολλές εξαιρέσεις). Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται να μένουν κοντά σε λίμνες και ποτάμια ή σε μέρη με υψηλά επίπεδα υγρασίας, για να μην αφυδατωθούν. Έχουν ακάλυπτο και υγρό σώμα, χωρίς πούπουλα, τρίχωμα ή λέπια. Τα αμφίβια χωρίζονται σε 3 κατηγορίες (διακρίνονται με βάση την ουρά και τα πόδια), τα άνουρα (βάτραχοι και φρύνοι), τα ουροδελή (σαλαμάνδρες και τρίτωνες), και τα άποδα (καικιλία).
   Τα άνουρα αποτελούν την πολυπληθέστερη ομάδα αμφιβίων και ζουν σε ποικιλία οικοσυστημάτων σε όλο τον κόσμο εκτός των πόλων. Έχουν χαρακτηριστικό σχήμα, με μεγάλο στόμα και μάτια και μεγάλα οπίσθια άκρα χωρίς ουρά. Τα άκρα τους είναι φτιαγμένα για άλματα και κολύμβηση. Είναι σαρκοφάγα, ενώ οι γυρίνοι τους φυτοφάγοι.
   Τα ουροδελή είναι τα πιο πρωτόγονα αμφίβια, έχουν ουρά και μοιάζουν με σαύρες. Ζουν σε υγρά μέρη κυρίως στις εύκρατες περιοχές του βορείου ημισφαιρίου. Οι σαλαμάνδρες ζούνε είτε στην ξηρά είτε στο νερό, ενώ οι τρίτωνες κυρίως στην ξηρά. Πολλά είδη είναι ζωοτόκα ενώ και οι γυρίνοι τους σαρκοφάγοι. Μερικά υδρόβια είδη σαλαμάνδρας διατηρούν τα χαρακτηριστικά της νύμφης και μετά την ενηλικίωση, κυρίως τα εξωτερικά βράγχια και πτερύγια (π.χ. axolotl).
   Τα άποδα μοιάζουν εξωτερικά με σκώληκες, διαθέτουν κοφτερά δόντια, και δεν έχουν άκρα. Μερικά ζουν στο έδαφος. Τα υδρόβια είδη έχουν ένα πτερύγιο στην ουρά τους για να κολυμπούν. Ζουν στις τροπικές περιοχές Ασίας, Αφρικής και Αμερικής.
   Τα αμφίβια ως ξεχωριστή ομοταξία σπονδυλωτών διατηρούν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στο βασίλειο των ζώων. Ο έντονος σεξουαλικός διμορφισμός επιτρέπει τη διαφοροποίηση των φύλων. Είναι ποικιλόθερμα και εμφανίζουν βραγχιακή, πνευμονική και δερματική αναπνοή.
   Η αναπαραγωγή των αμφιβίων γίνεται συνήθως στο νερό όπου το θηλυκό γεννά τα αβγά. Υπάρχουν όμως και είδη που αναπαράγονται στην ξηρά. Η καταλληλότερη εποχή για αναπαραγωγή είναι η άνοιξη. Την περίοδο ζευγαρώματος τα αρσενικά γίνονται πολύ θορυβώδη (ειδικά τα άνουρα), επιδεικνύουν τα έντονα χρώματα τους και μάχονται για την κατάκτηση των θηλυκών. Κατά το ζευγάρωμα, το αρσενικό αγκαλιάζει το θηλυκό και παραμένει για 23-45 λεπτά. Ορισμένα αμφίβια μπορούν να γεννήσουν ως και 20.000 αυγά. Στα είδη που αναπαράγονται στην ξηρά τα αβγά περιβάλλονται από ζελατινώδη καλύμματα τα οποία απορροφούν νερό και τα αβγά φουσκώνουν και μετατρέπονται σε μεγάλες μάζες. Στους βάτραχους και φρύνους η γονιμοποίηση γίνεται εξωτερικά, στις σαλαμάνδρες εσωτερικά έπειτα από συνουσία, ενώ στους τρίτωνες ο αρσενικός εναποθέτει το σπερματοφόρο σάκο στο υπόστρωμα και οδηγεί τον θηλυκό εκεί.
   Στην Ελλάδα απαντώνται 11 είδη βατράχων (5 εκ των οποίων ενδημικά), 5 είδη φρύνων, 3 είδη σαλαμάνδρας (2 ενδημικά), και 4 είδη τρίτωνα (1 ενδημικό).